καλάινος

καλάινος
και καλλάινος, -η, -ο και καλ(λ)αγένιος, -ια, -ιο (Α καλάινος και καλλάινος, -η, -ον)
νεοελλ.
κατασκευασμένος ή όμοιος με καλάι, με κασσίτερο
αρχ.
1. όμοιος στο χρώμα με κάλαϊν*. δηλ. που έχει χρώμα κυμαινόμενο μεταξύ κυανού και πράσινου, γαλαζοπράσινος («καλλαΐνᾳ πτέρυγι»
(για πετεινό) με γαλαζοπράσινη φτερούγα, Ανθ. Παλ.)
2. καστανοκίτρινος («καλλαΐνῳ, χρώματι προσόμοιος»
(για τον πολύτιμο λίθο ίασπιν*) με χρώμα καστανοκίτρινο, σαν τού χαλαζία*, Διοσκ.)
3. (κατά το Μέγα Ετυμολ.) «καλλάινον
ἔστι δὲ χρῶμα ἀνθηρόν, ἤ τὸ βένετον χρῶμα οὕτω λεγόμενον»
4. φρ. «καλλάινος κέραμος» — αγγεία στιλβωμένα με βερνίκι, που κατασκεύαζαν στην Αλεξάνδρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το καλ(λ)άινος όσο και το κάλ(λ)αϊς είναι τεχνικοί όροι αβέβαιης ετυμολ. Όπως το καλ(λ)άινος μπορεί να προήλθε από το κάλ(λ)αϊς είναι επίσης πιθ. και το κάλ(λ)αϊς να αποτελεί υποχωρητ. σχηματισμό από το καλ(λ)άινος. Η σύνδεση με τα καλαΐς, κάλλαιον δεν φαίνεται πιθανή. Τέλος, λόγω τής ευρείας χρήσεως τού καλ(λ)άινου χρώματος στην κεραμεική υποστηρίχθηκε η προέλευση αυτών τών λέξεων από την Αίγυπτο. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. «ο κατασκευασμένος από καλάι ή όμοιος με καλάι» προέρχεται από τον τ. καλάϊ + κατάλ. -ινος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλάινος — καλάϊνος , καλάινος like the masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαγένιος — ια, ιο και καλάινος, η, ο ο κατασκευασμένος από καλάι, δηλ. από κασσίτερο, κασσιτέρινος, κασσιτερένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. καλαγένιος < καλάι «κασσίτερος» + κατάλ. ένιος*, το γ από συνίζηση τού ι με το ακολουθούν φωνήεν ο δε τ. καλάινος <… …   Dictionary of Greek

  • καλαίνω — καλαΐνω , καλάινος like the masc/neut nom/voc/acc dual καλαΐνω , καλάινος like the masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλάινον — καλλάϊνον , καλάινος like the masc acc sg καλλάϊνον , καλάινος like the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάινον — καλάϊνον , καλάινος like the masc acc sg καλάϊνον , καλάινος like the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Türkis (Mineral) — Türkis Türkisknolle aus Arizona, Vereinigte Staaten Größe: 7 x 5 x 5 cm Chemische Formel Cu(Al,Fe)6(PO4)4(OH)8 · 4 H2O Mineralklasse Wasserhaltige Phosphate mit frem …   Deutsch Wikipedia

  • γαλανός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από το Κεράσοβο της Αιτωλίας. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις των Αγράφων και της Δυτικής Στερεάς. Σκοτώθηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου (1826). 2. Ευάγγελος. Καταγόταν από το Μεσολόγγι. Σκοτώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • κάλλαιο(ν) — το (AM κάλλαιον) νεοελλ. ανατ. έπαρμα τού ηθμοειδούς οστού, στο μέσον τού πρόσθιου κρανιακού βόθρου, πάνω στο οποίο προσφύεται η σκληρή μήνιγγα μσν. αρχ. 1. η σαρκώδης απόφυση τής κορυφής τού κεφαλιού τού πετεινού, λειρί, λοφίο 2. το σαρκώδες… …   Dictionary of Greek

  • κάλλαϊς — και κάλαϊς, η (Α κάλλαϊς και κάλαϊς) πολύτιμος λίθος γλαυκοπράσινου χρώματος νεοελλ. (ορυκτ.) ορυκτό άμορφο με χρώμα γαλάζιο ή πράσινο, κν. περουζές αρχ. κόκορας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλάινος] …   Dictionary of Greek

  • καλλάινος — η, ο βλ. καλάινος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”